- αντιδουλος
- ἀντίδουλοςἀντί-δουλος2заменяющий раба Aesch., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντίδουλος — ἀντίδουλος, ον (Α) αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο … Dictionary of Greek
ἀντίδουλος — instead of a slave masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίδουλα — ἀντίδουλος instead of a slave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)